φραστωρ

φραστωρ
    φράστωρ
    -ορος ὅ Aesch. = φραστήρ См. φραστηρ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φραστωρ" в других словарях:

  • φράστωρ — guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράστωρ — ορος, ὁ, Α φραστήρ*, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ τωρ] …   Dictionary of Greek

  • φράστορα — φράστωρ guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράστορας — φράστωρ guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράστορι — φράστωρ guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράστορος — φράστωρ guide masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»